- ἄκριες
- ἄκριςhill-topfem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροδένω — 1. δένω στην άκρη ή από την άκρη 2. δένω μεταξύ τους τις άκριες δύο ή περισσότερων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + δένω] … Dictionary of Greek
Ελευθερολάκωνες — Ονομασία που αποδόθηκε, κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στους πολίτες που κατοικούσαν στις παράλιες πόλεις της Λακωνίας, οι οποίες διατήρησαν σχετική αυτονομία και σχημάτισαν δική τους ομοσπονδία με την ονομασία Κοινό Ελευθερολακώνων. Πολλές… … Dictionary of Greek
πετρομαρούλα — (paetromarula). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των Καμπανουλιδών. Αριθμεί λίγα φυτά που φυτρώνουν στη νότια Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και στις εύκρατες περιοχές της Ασίας. Στην Ελλάδα φυτρώνει σε ξερούς βραχώδεις τόπους το είδος π. η φτερωτή,… … Dictionary of Greek
ακρογεφύρωμα — το ματος, ο τοίχος υποστήριξης στις άκριες της γέφυρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροκέραμος — ακροκέραμος, ο και ακροκέραμο, το διακοσμητικό κεραμίδι, που τοποθετείται όρθιο στις άκριες της στέγης ή στις γωνιές των αετωμάτων, συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις: Τα ακροκέραμα σήμερα έχουν γίνει κάτι το σπάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόκαρπος — η, ο αυτός που παράγει τους καρπούς στις άκριες, στις κορφές (φυτά ακρόκαρπα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξάκριστος — η, ο αυτός που δεν ξακρίστηκε, δεν του κόπηκαν οι άκριες: Το χαρτί ήταν ακόμη αξάκριστο και δεν μπορούσαν να τυπώσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)